-Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο. Είδα μια γυναίκα να είναι στο πάτωμα ξαπλωμένη. Κάτι προσπαθούσε να ζωγραφίσει με ξυλομπογιές. Το πάθος ορατό παρατηρώντας το νεύρο στο χέρι της και την στάση όπου ήταν βολεμένη. Τα πόδια της μπλεγμένα σαν ναυτικός κόμπος, η μέση της ένα αγγλικό σίγμα, το κεφάλι της στηριγμένο σαν άγαλμα στο δεξί της χέρι και το αριστερό να περιφέρεται χρωμοφόρο για να γεμίσει ακόμα ένα σημείο της κόλας αναφοράς. Ήταν σαν το σάτυρο σε έκσταση. Δεν μπορούσα να την σταματήσω για τίποτα. Ίσως ενδόμυχα να φοβόμουν κιόλας. Γι αυτό έκλεισα ήσυχα ξανά την πόρτα και περίμενα απέξω.
-Τον άκουσα. Ήμουν και με τις έξι μου αισθήσεις εκείνη την στιγμή μέσα στο δωμάτιο. Η ακοή οξυτάτη όταν η σκέψη βρίσκεται σε αδιέξοδο. Σηκώθηκα αμέσως τρομαγμένη μήπως με θέλει κάτι σημαντικό. Άνοιξα και εγώ την ιδία πόρτα. Μόνο που είδα άλλο είδωλο. Με έκανε να το οικειοποιηθώ όμως τόσο γρήγορα. Ενθουσιάστηκα και εγώ από την ταχύτητα του φωτός. Εκείνος παρέμεινε σκυμμένος με την μάτια του προς τα κάτω. Λες και τα παπούτσια του του μιλούσαν ή ξέρω εγώ είχε επικοινωνία με κάτι πιο κατώτερο. Μετά από τρία δευτέρα με κοίταξε. Ένιωσα πως είμαι ενοχή. Χωρίς να έχω κάνει κάτι βρέθηκα κατηγορουμένη στον ίδιο μου τον εαυτό. Σαν να χτύπησε η ιδία η στιγμή το σφυράκι του δικαστή. Αμίλητη τον κοίταξα.
-Απορώ πως είναι να ξεχνάς την ρώτησα. Πως μπορείς να παρευρίσκεσαι σε μια σκηνή όταν δεν έχεις την ανάγκη να την θυμάσαι αναρωτήθηκα. Πάλεψα να βρω αν κάθε θεατρική πράξη πρέπει να έχει κάτι αληθινό ή ψεύτικο μέσα της ή και τα δυο για να μπορέσει ο θεατής να απασχολήσει την μνήμη του. Μάλλον όμως πρέπει να περιέχει κάτι που να τον κάνει να το πιστέψει. Αλλά πως γίνεται να έχουμε ζήσει το ίδιο πράγμα και εγώ να είμαι ικανός να ανακαλέσω στιγμές ενώ ο άλλος όχι.
-Περίεργο μπορεί να φαίνεται μα οι στιγμές είναι σαν τις ζωγραφιές. Κάθε φορά που πατάς με μεγαλύτερη πίεση την ξυλομπογιά μειώνεις τις πιθανότητες να σβηστεί η ζωγραφιά σου από το χαρτί. Είτε λοιπόν επειδή ασυναίσθητα το επιθυμείς είτε επειδή το επιδιώκεις κάποιες φορές, ο τένοντας του χεριού σου θα συνωμοτήσει με την διαστολή του να αφήσεις ανεξίτηλη την δημιουργία σου. Κανένας όμως δεν σου είπε ότι και οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε αυτήν. Μονός σου δημιουργείς, ασυνείδητα μια βάρκα ελπίδας, και συνειδητά τα αισθήματα σου αλλά ποτέ δεν ξέρεις αν η βάρκα τελικά βουλιάξει και εσύ βρεθείς με αισθήματα που δεν έγιναν ποτέ συναισθήματα.
-Και πως είναι δυνατόν να σχηματίσεις τελικά την ζωή σου? Να βάλεις αυτά που νιώθεις σε τάξη. Να αρπάξεις τον μαρκαδόρο και να χαράξεις λίγες γραμμές για να φτιάξεις τελικά τους χαρακτήρες που απαρτίζουν εσένα και την ζωή σου. Δύσκολο μου φαίνεται. Μην σου πω ακατόρθωτο για μένα τον ατάλαντο καλλιτέχνη.
-Του πιάνω το χέρι και το βάζω στο στέρνο του. Θα σου πω κάτι και πρέπει να το κρατήσεις στο μυαλό σου για πάντα. Ότι κάνεις με την κάρδια σου είναι πάντα τέχνη. Σκοτώνεις την λογική και αρχίζεις να δρας με το πιο δυνατό σου όπλο, που μπορεί να σε βγάλει νικητή από την μια αλλά και τον πιο πληγωμένο θύμα μιας μάχης, το συναίσθημα. Αισθάνεσαι για να δείξεις στον εαυτό σου πως είναι μονός. Πονάς γιατί κάποιος άλλος επενέβει στον κόσμο σου, ερωτεύεσαι γιατί κάποιος άλλος ενθουσίασε την ρουτίνα σου, αγαπάς γιατί κάτι έξω από σένα σε έκανε να ενδιαφερθείς για σένα.
-Μοιάζω ανόητος τελικά που ήρθα εδώ να σου παραπονεθώ. Ακόμα και η γλωσσά μου μετατράπηκε συνεργός των αισθημάτων μου. Και τότε την αγκάλιασα σφιχτά μέχρι να νιώσω ότι έγινα ένα μαζί της. Τελικά έχω πολλά να θυμάμαι διότι ζω τα περισσότερα από την θέληση μου και όχι από υποχρέωση.
-Βασιλεύω τώρα στον ωμό του σαν Ήλιος. Καθώς αφήνομαι στην στιγμή του ψιθυρίζω ότι δεν υπάρχει ούτε για μένα λήθη. Είναι μια άγνωστη λέξη για τον ίδιο λόγο που είναι και για σένα. Θυμάμαι ακόμα και ότι ονειρεύτηκα να ζήσω, διότι ακόμα και αυτά με κάνουν να νιώθω δυνατή. Πάμε να συνεχίσουμε λοιπον μαζί την ζωγραφιά μου?