Thursday, 8 November 2012

Φευγω ή μενω?



Καλησπερα και παλι,
Αργησα να σας υπενθυμισω πως υπαρχω. Οι πολλες δουλειες μαλλον παρεσυραν αυτη μου την επιθυμια. Ξερετε οταν σου κλεβουν το χρονο αυτα τα τερατα που λεγονται σκεψεις και εσυ σαν ανημπορος ταμιας τους δινεις τα λεπτα σου. Δεν μπορω να..ουψ δεν λεμε δεν μπορω μα μονο δεν θελω. Μπορω να σας διηγηθω την ιστορια μου αλλα θα σας κουρασει. Ετσι λεω να σας περιγραψω την περιπετεια ενος αλλου για να μην νιωθω τυψεις. Ενα παλικαρι που εζησε στην Αθηνα απο το 1990 μεχρι το 2007 ετσι ωστε να μαζεψει εικονες, αρκετες για να εχει να φανταζεται στην ξενη χωρα που πηγε αργοτερα.
Στα λιμανια του Πειραια, στους μολους του Φλοισβου, στις παραλιες της Βαρκιζας, στα σοκκακια του Μοναστηρακιου, στα αξιοθεατα του Θησειου, στο πολυπολιτισμικο λοφο της Κυψελης, στην φωτεινη αυτη Αθηνα του τοτε, εκεινος ονειρευεται ακομα πως θα μπορουσε να ειναι πολιτης της. Παραμυθιαζοντας καθε φορα τον νοστο του, λεγοντας του πως δεν θελει να γυρισει, ψαχνει ξανα μεσα του για να δει τι μπορει να κανει. Δυσκολα ειναι τα ονειρα οταν δεν εχεις την δυναμη να τα συγκρατησεις στην μνημη σου. Ταξιδευοντας ανα διαστηματα στην Αθηνα αρχιζε να βλεπει πως ολα αλλαζουν. Ο κοσμος γινεται πιο νευρικος,πιο κακος και ετοιμος να σε κατασπαραξει ετσι και του δωσεις αφορμη. Η πολη γινεται ακομα πιο ηχηρη απο δαιμονιες κραυγες μιας ακατεργαστης υπομονης και πιο σκοτεινη παραλληλα σαν να πεθαινει σιγα σιγα. Αυτα που μενουν ειναι κατι παλια σπιτια που γλιτωσαν απο την οικοδομικη επανασταση του 2000 και ομορφαινουν την νεα και αγνωστη πολη.
Μεσα απο αυτον τον παραλογισμο σκεφτεται να σταθει μια φορα στην πλατεια και να κοιταξει τους ανθρωπους που θα την περπατησουν. Καθεται σε μια απο τις γωνιες της και παρατηρει εναν εναν για να δει αν μπορει να πιστευει ακομα στο μυθιστορημα του μυαλου του, οπου για τους περισσοτερους θεωρειται ενας ηλιθιος ρομαντικος παραλογισμος. Σε πρωτο πλανο οι γεροντες που αγελαστοι, διχως το σοφο τους χιουμορ, πινουν τον καφε τους χωρις να σκεφτονται την παστα που λειπει απο το τραπεζακι. Στο επομενο λεπτο τον χτυπαει με δυναμη μια κοπελα, δεν πρεπει να ηταν πανω απο 16, αφοσιωμενη στην ηχορυπαντικη συσκευη της δεν ειδε καλα και επεσε πανω του. Εκεινη με μια βαριεστημενη κινηση καταφερνει να μην πεσει κατω, τον κοιταει και του λεει με τα ματια της συγνωμη. Οχι συγνωμη’ αυτο το φανταστηκε εκεινος. Γυριζοντας παλι στο πλανο του στεκεται σε μια παρεα παιδιων που καθεται σε ενα πεζουλι. Αμιλητα, επικοινωνουσαν μονο με τα πανακριβα τηλεπικοινωνιακα τους συστηματα. Μεχρι ωσοτου μαλωσουν για το διαδικτυακο παιχνιδι, παιξουν μπουνιες και φυγουν για τα σπιτια τους. Ξαναμιλησαν αραγε? Ποιος ξερει. Η εικονα καταληγει στον κουστουμαρισμενο νεαρο που εχει ενα βιαστικο βαδισμα ενω κραταει εναν χαρτοφυλακα. Μπαινει μεσα στο λεωφορειο με ενα αγχος και ενα προσωπο που δεν μπορουσε να κρυφτει ο πονος, ο τρομος και ενα «γαμωτο» στο ανελπιδο του υφος.
Εκλεισε την σκηνη του. Ειδα αρκετα σκεφτηκε. Πως να διασκεδασω τους γεροντες του καφενειου?Πως να μιλησω για τροπους στην κοπελα?Πως να μαθω στα παιδια την φιλια?Πως να δωσω ελπιδα στον δυστυχισμενο νεαρο? Αναρωτιεμαι. Στεκομαι ή τρεχω? Φευγω ή μενω? Ζω ή ονειρευομαι?